ΤΑ ΛΙΓΝΙΤΩΡΥΧΕΙΑ

Τα κοιτάσματα του λιγνίτη στην περιοχή της Διασταύρωσης Ραφήνας, από τη δεκαετία του 1910 έως και τη δεκαετία του 1960, προσέλκυσαν το ενδιαφέρον επιχειρηματιών και εργατικού δυναμικού από διαφορετικά σημεία της επικράτειας – κυρίως από χωριά της Κύμης, από τη Σέριφο, αργότερα από την Κρήτη και αλλού. Οι εργασίες εξόρυξης ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1910 και αναπτύχθηκαν περισσότερο από τις αρχές της δεκαετίας του 1930. Στα εργοτάξια των λιγνιτωρυχείων απασχολούνταν άνδρες και γυναίκες ποικίλων ηλικιών, σε διαφορετικά πόστα και με χαρακτηριστικές ονομασίες για διάφορες ειδικότητες. Τα στάδια των εργασιών απαιτούσαν κατάλληλη τεχνική, τεχνογνωσία, εργαλεία και εξοπλισμό.

Ανθρωπογεωγραφία της Ραφήνας: Τριγλιανοί πρόσφυγες, Σαρακατσάνοι κτηνοτρόφοι, λιγνιτωρύχοι της Διασταύρωσης

Η ανθρωπογεωγραφία της νεότερης Ραφήνας, όπως συγκροτήθηκε από τη δεκαετία του 1920 και ύστερα, προέκυψε από τη συνάντηση τριών βασικών πληθυσμιακών ομάδων: Τριγλιανών προσφύγων, Σαρακατσάνων κτηνοτρόφων και λιγνιτωρύχων στην περιοχή της Διασταύρωσης. Εποχική ήταν η παραμονή των παραθεριστών, αρκετοί από τους οποίους εγκαταστάθηκαν αργότερα στη περιοχή μόνιμα, όπως και άλλοι επήλυδες.

Τριγλιανοί πρόσφυγες

Ο ξεριζωμός από την Τρίγλια, κεφαλοχώρι στις βιθυνικές ακτές της Προποντίδας και πατρίδα του αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης, μάρτυρα της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922, οδήγησε τους μισούς περίπου Τριγλιανούς στις ακτές της Ραφήνας, στις 29 Αυγούστου 1923. Ελάχιστοι ψαράδες αγκυροβολούσαν τότε στο υποτυπώδες λιμανάκι, ενώ λιγοστοί ήταν οι κάτοικοι, από τα κοντινά αρβανίτικα χωριά, κολήγοι στα κτήματα Σκουζέ.

Μέρος των εκτάσεων αυτών απαλλοτριώθηκε και παραχωρήθηκε στους πρόσφυγες, για να εγκατασταθούν. Τα δύσκολα πρώτα χρόνια, διαμένοντας κυρίως σε σκηνές, ήρθαν αντιμέτωποι με την ελονοσία και πλήθος άλλες κακουχίες, ενώ η βοήθεια που λάμβαναν κάλυπτε μέρος μόνο από τις πιεστικές ανάγκες τους σε τρόφιμα, σκεύη, ρουχισμό, εργαλεία κλπ. Η οικοδόμηση, μεταξύ 1924 και 1926, του προσφυγικού συνοικισμού, υπό την εποπτεία της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων, τους εξασφάλισε στέγαση και συνθήκες διαβίωσης με όρους μονιμότητας. Με την καλλιέργεια της γης, με τα μαγαζάκια, τα ταβερνάκια και τα πρώτα ξενοδοχεία, που εξυπηρετούσαν τους διερχόμενους από το λιμάνι ταξιδιώτες αλλά και παραθεριστές, και με την ανέγερση των πρώτων παραθεριστικών κατοικιών, οι πρόσφυγες άρχισαν να καλύπτουν τις βιοποριστικές τους ανάγκες, ενώ έβαζαν τη σφραγίδα τους στον τόπο με τα ιδιαίτερα πολιτισμικά στοιχεία του τόπου προέλευσής τους. Ορισμένοι από τους προσφυγικούς οικίσκους διατέθηκαν σε πρόσφυγες Καραμανλήδες, Βουρλιώτες και άλλους, ωστόσο κυρίαρχο παρέμεινε το τριγλιανό στοιχείο. Το 1928/9 ιδρύθηκε, με χαρακτηριστική διπλή επωνυμία, η «Κοινότης Τριγλίας (Ραφήνα)».

Σαρακατσάνοι κτηνοτρόφοι

Οι Σαρακατσάνοι, νομάδες κτηνοτρόφοι, διεσπαρμένοι σε διάφορες περιοχές του ελλαδικού κορμού, τοποθετούν την απώτερη κοιτίδα της φυλής τους στην Ήπειρο. Ζούσαν σχεδόν αυτάρκεις, έχοντας αναπτύξει ιδιαίτερες δεξιότητες στην αξιοποίηση πρώτων υλών από τη φύση, μέσα στην οποία ζούσαν, και με τα προϊόντα που αποκόμιζαν από τα κοπάδια τους, μέρος των οποίων διέθεταν για να προμηθευτούν δημητριακά, όσπρια, λάδι, εργαλεία, όπλα και ό,τι άλλο δεν μπορούσαν να παράγουν οι ίδιοι.

Σαρακατσάνοι που τα καλοκαίρια κινούνταν στις δροσερές πλαγιές και τα υψώματα της Πάρνηθας και της Πεντέλης, τον χειμώνα έφερναν τα κοπάδια τους στα πεδινά των Μεσογείων και της ανατολικής Αττικής. Κάποιοι είχαν τις καλύβες και τα μαντριά τους επάνω ή κοντά σε οδικούς άξονες, όπως το Χαρβάτι (Παλλήνη), το Πικέρμι, η Ραφήνα και το Γεροτσακούλι (Αγία Μαρίνα) στη διαδρομή της Μαραθώνος.

Στην περιοχή Πικερμίου και Ραφήνας καταγράφεται από τον 19ο αιώνα η παρουσία συγκεκριμένων οικογενειών Σαρακατσάνων, στην προφορική παράδοση των οποίων διατηρήθηκαν ολοζώντανα και ορισμένα επεισόδια με ληστές, όπως η δολοφονία ενός ιερέα από τον Κίτσο Νιβίτσα, το 1865, και η λεγόμενη «απαγωγή των λόρδων» από τους Αρβανιτάκηδες, το 1870, που κατέληξε στη σφαγή στο Δήλεσι, προκαλώντας διεθνή κατακραυγή.

Στην περιοχή της Διασταύρωσης, τους κτηνοτρόφους εξυπηρετούσε η ύπαρξη νερού αλλά και πλούσιας βλάστησης, αδιάβατης σε αρκετά σημεία, που συχνά την περιδιάβαιναν αγριόχοιροι, αλλά και τσακάλια. Όταν η πολιτική των απαλλοτριώσεων περιόρισε τις δυνατότητες των μετακινήσεών τους, πολλοί Σαρακατσάνοι εγκαταστάθηκαν μόνιμα στα μέχρι τότε χειμαδιά τους, διατηρώντας μικρότερα κοπάδια και αναπτύσσοντας συναφείς εμπορικές δραστηριότητες (τυροκομεία, κρεοπωλεία, ταβέρνες κλπ.). Στη Διασταύρωση, η πρώτη μόνιμη κατοικία Σαρακατσάνων οικοδομήθηκε τη δεκαετία του 1940.

Έχοντας κληρονομήσει έναν τρόπο ζωής με επίκεντρο την ομάδα και έμφαση στην ιεραρχία, την πειθαρχία και τη σκληραγώγηση, οι Σαρακατσάνοι έβαλαν τη δική τους σφραγίδα στη Διασταύρωση και τη Ραφήνα.

Λιγνιτωρύχοι της Διασταύρωσης

Αν οι Σαρακατσάνοι υπήρξαν νομάδες και οι Τριγλιανοί έφθασαν στη Ραφήνα ως πρόσφυγες, οι λιγνιτωρύχοι ήταν εσωτερικοί  μετανάστες. Οι εργασίες εξόρυξης ξεκίνησαν στη Διασταύρωση τη δεκαετία του 1910 και αναπτύχθηκαν περισσότερο από τις αρχές της δεκαετίας του 1930. Η πλειονότητα από τους εργάτες και τις εργάτριες προέρχονταν από την Εύβοια, συγκεκριμένα από χωριά της Κύμης με παράδοση στις εργασίες εξόρυξης, που τη μοιράζονταν και όσοι ήρθαν από τη Σέριφο ή από τα εργοτάξια του Λαυρίου, για να προστεθούν κατά καιρούς εργάτες και από άλλες περιοχές, ακόμα και μακρινές όπως η Ήπειρος ή η Κως, μερικοί Αρβανίτες από κοντινά χωριά και, τα τελευταία χρόνια, αρκετοί από την Κρήτη.

Με την εγκατάσταση των λιγνιτωρύχων, η περιοχή της Διασταύρωσης απέκτησε ζωή. Ωστόσο, οι περισσότεροι διερχόμενοι και παραθεριστές αγνοούσαν την ύπαρξή τους, καθώς οι εργασίες της εξόρυξης λάμβαναν χώρα σε υπόγειες στοές, ενώ και τα περισσότερα καταλύματά τους, διάσπαρτα σε κατάφυτα υψώματα, δεν διακρίνονταν από τη Μαραθώνος. Σχεδόν αφανείς παρέμεναν άλλωστε οι λιγνιτωρύχοι και σε κοινοτικό και ευρύτερα θεσμικό επίπεδο, αφού η παρουσία τους εδώ δεν προδιαγραφόταν μόνιμη. Έτσι, η θέση τους ήταν υποδεέστερη από αυτήν των γειτόνων τους, του προσφυγικού συνοικισμού. Κι αν κάποιοι από αυτούς τους αποκαλούσαν υποτιμητικά καρβουνιαραίους, λόγω της ενασχόλησής τους με το κάρβουνο, οι λιγνιτωρύχοι απαντούσαν χαρακτηρίζοντάς τους ξίκιδες, λειψούς!

Σταδιακά, η εγκατάσταση πολλών οικογενειών λιγνιτωρύχων στη Διασταύρωση απέκτησε μόνιμο χαρακτήρα. Οι ιδιαιτερότητες της εργασίας τους και οι συλλογικές τους διεκδικήσεις, τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά που έφεραν από τους τόπους καταγωγής τους και όσα καθιέρωσαν εδώ, όπως και τα βιώματά τους στα δραματικά χρόνια της Κατοχής και η συμμετοχή πολλών στον αντιστασιακό αγώνα δημιούργησαν την ιδιαίτερη ταυτότητα της περιοχής.

Αντικείμενα και εξοπλισμός Λιγνιτωρύχων

Αντικείμενα και εξοπλισμός Σαρακατσάνων κτηνοτρόφων

Οι εργασίες στα λιγνιτωρυχεία

Ιστορικό της εκμετάλλευσης του λιγνίτη της Ραφήνας

Η ύπαρξη κοιτασμάτων λιγνίτη στη Ραφήνα ήταν σίγουρα γνωστή από το β΄ μισό του 19ου αιώνα. Ωστόσο, η εκμετάλλευσή του ξεκίνησε στις αρχές του 20ού αιώνα, στα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι ανάγκες για ενεργειακές πρώτες ύλες ήταν εξαιρετικά αυξημένες και τα σχετικά έργα εξόρυξης πολλαπλασιάστηκαν. Ο επιχειρηματίας Γεώργιος Γρώμμαν, γνωστός από τη σχέση με τα μεταλλωρυχεία της Σερίφου, και έχοντας ήδη αναμιχθεί στα ανθρακωρυχεία της περιοχής της Κύμης στην Εύβοια, έστρεψε το ενδιαφέρον του στα κοιτάσματα της Ραφήνας. Έτσι, σύμφωνα με μαρτυρίες περί το 1916, υπό την εποπτεία του συνεργάτη του Γκένσερ και με εργοδηγό τον Δημήτριο Ρίγγο, ξεκίνησε η εξόρυξη στην περιοχή της Διασταύρωσης. Σύμφωνα επίσης με μαρτυρίες, καθώς τότε δεν υπήρχε αξιόλογο οδικό δίκτυο, ο λιγνίτης μεταφερόταν με βαγονέτα μέχρι την ακτή, σε σημείο ανάμεσα στο σημερινό λιμάνι της Ραφήνας και το Μπλε Λιμανάκι, από όπου μεταφορτωνόταν σε καΐκια.

Η ανακάλυψη, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ενός μεγαλύτερου κοιτάσματος βαθύτερα, οδήγησε σε ανάπτυξη των έργων. Πρωταγωνίστησε η εταιρεία Μ. Λεκανίδης και Σία, από ένα μερίδιο στην οποία είχαν οι Λεκανίδης και Καπασάς και, από κοινού, οι Σιγάλας και Ποθητάκης, ενώ δραστηριότητα ανέπτυξε και η μικρότερη επιχείρηση Παπαγιαννοπούλου, καθώς και άλλες εταιρείες, οι οποίες μέσα στα χρόνια μεταβιβάστηκαν σε νέους δικαιούχους. Προσφέροντας εργασία, τα λιγνιτωρυχεία αποτέλεσαν πόλο έλξης για ένα αξιόλογο εργατικό δυναμικό – άνδρες και γυναίκες από χωριά ανθρακωρύχων της Εύβοιας, όπως οι Καλημεριάνοι και οι Ταξιάρχες/Κακολύρι της Κύμης, από τη Σέριφο και από τα μεταλλευτικά έργα του Λαυρίου, αλλά και Αρβανίτες από τα Μεσόγεια και άλλοι. Η μεταφορά του λιγνίτη στην αγορά γινόταν πλέον με φορτηγά αυτοκίνητα.

Συνθήκες εργασίας

Η εργασία στις στοές ήταν ιδιαίτερα βαριά, οι συνθήκες αντίξοες, τα ατυχήματα και οι τραυματισμοί δεν έλειπαν. Ωστόσο, ο κίνδυνος θανατηφόρου ατυχήματος στα λιγνιτωρυχεία της Ραφήνας ήταν μικρός συγκριτικά με άλλα ορυχεία, καθώς το βάθος των στοών ήταν σχετικά μικρό και, σε περίπτωση κατάρρευσης των σχετικά μαλακών πετρωμάτων, οι ξύλινες κάσες αντιστέκονταν αρκετή ώρα, ενώ το τρίξιμό τους προειδοποιουσε τους εργάτες για τον κίνδυνο, ώστε να βγουν εγκαίρως στην επιφάνεια.

Οι εργάτες που ξεκινούσαν για τη δουλειά αξημέρωτα, φωτίζοντας τα βήματά τους με τις λάμπες ασετυλίνης, συχνά ξανάβγαιναν στην επιφάνεια ενώ είχε πέσει πάλι το σκοτάδι. Επί δικτατορίας Μεταξά καθιερώθηκε το οκτάωρο εργασίας. Στα έργα της Διασταύρωσης σε κάποιες περιόδους εργαζόταν μία βάρδια, άλλοτε δύο, στην Κατοχή τρεις συνεχόμενες, καλύπτοντας όλο το 24ωρο. Το μεροκάματο διέφερε ανάλογα με την ειδικότητα, ενώ οι εργάτες μερικών ειδικοτήτων, αφού κάλυπταν την παραγωγή της ημέρας, μπορούσαν να κερδίσουν επιπλέον αμοιβή ανάλογα με τον όγκο της επιπλέον παραγωγής τους.

Βαριά ήταν η εργασία και για τις εργάτριες στις επίγειες εγκαταστάσεις, όπου επίσης οι συνθήκες ήταν αντίξοες, καθώς τα στέγαστρα ελάχιστα τις προστάτευαν από τον ήλιο και τη ζέστη ή από τη βροχή, το χιόνι και το ψύχος. Σε εποχές που τα υποδήματα, για μεγάλο μέρος του εργατικού και αγροτικού πληθυσμού, αποτελούσαν είδη πολυτελείας, κάποιες εργάζονταν ανυπόδητες ή με πανιά τυλιγμένα στα πόδια τους. Οι λιγνιτωρύχοι της Διασταύρωσης ανήκαν αρχικά στο Ταμείο Μεταλλευτών, ενώ μεταπολεμικά εντάχθηκαν στο ΙΚΑ.

Εξόρυξη και διαλογή του λιγνίτη

 

Ειδικότητες, εργαλεία και εξοπλισμός

Στα εργοτάξια των λιγνιτωρυχείων απασχολούνταν άνδρες και γυναίκες ποικίλων ηλικιών, σε διαφορετικά πόστα και με χαρακτηριστικές ονομασίες για διάφορες ειδικότητες. Τα στάδια των εργασιών απαιτούσαν κατάλληλη τεχνική, τεχνογνωσία, εργαλεία και εξοπλισμό.

Στα βασικότερα εργαλεία των λιγνιτωρύχων συγκαταλέγονταν το σφυρί, ο κασμάς, το σκεπάρνι, το τρυπάνι, το κολλητήρι. Οι εργάτριες χρησιμοποιούσαν σφυράκια και πιρούνες. Η κατασκευή εξαρτημάτων και η επισκευή του εξοπλισμού γινόταν στο μηχανουργείο των εγκαταστάσεων, το λεγόμενο «τεχνικό» ή «γύφτικο» (παραδοσιακή ονομασία για τα σιδηρουργεία), που διέθετε φυσερό και αμόνι.

Πηγάδια και φιρέδες

Για τον εντοπισμό του λιγνιτικού κοιτάσματος ανοίγονταν πηγάδια από τους πηγαδάδες, όπως αποκαλούνταν οι εργάτες που κατείχαν την απαραίτητη τεχνική. Μερικά από τα πηγάδια αυτά εξυπηρετούσαν, στη συνέχεια, την είσοδο και την έξοδο των εργατών ή των φορτίων του λιγνίτη, ενώ άλλα διατηρούνταν για τον εξαερισμό των στοών.

Όταν το λιγνιτικό στρώμα ήταν αξιόλογο ανοίγονταν φιρέδες, γαλαρίες που εκκινούσαν από την επιφάνεια της γης και οδηγούσαν, με σταδιακή κάθοδο, στο επίπεδο του κοιτάσματος.

Γαλαρίες

Στο βάθος του φιρέ ή στο κάτω μέρος του πηγαδιού εισόδου διανοιγόταν μια κεντρική γαλαρία, τραβέρσα, από την οποία ξεκινούσαν οι υπόλοιπες, οι εγκάρσιες, δημιουργώντας ένα υπόγειο δίκτυο στοών. Η διάνοιξη των στοών γινόταν από τους μιναδόρους, ενώ σε περιπτώσεις που απαιτούνταν η χρήση δυναμίτη επιστρατεύονταν εξειδικευμένοι εργάτες, γομωτές ή πυροδότες διατρημάτων.

Καθώς το έδαφος στα ορυχεία της Διασταύρωσης ήταν μαλακό, μπόσικο, κάτι που αύξαινε τον κίνδυνο της κατάρρευσης, οι μποσικαδόροι επένδυαν τις στοές με ξύλινες κάσες, χρησιμοποιώντας για τη στήριξή τους μπουντέλια, ειδικά διαλεγμένους κορμούς δέντρων που προμηθεύονταν οι εταιρείες για τον σκοπό αυτό.

Εξόρυξη

Το στρώμα του λιγνίτη είχε πάχος περίπου δύο μέτρα και χωριζόταν οριζόντια από ένα στρώμα πηλού. Στο στάδιο της εξόρυξης που ονομαζόταν κούφωμα, ο πηλός αφαιρούνταν, δημιουργώντας ένα κενό ανάμεσα στο επάνω και το κάτω στρώμα του λιγνίτη – ο πηλός ήταν υλικό εμπορεύσιμο, οπότε τον πουλούσαν. Στη συνέχεια γινόταν η εξόρυξη του λιγνίτη – στην ιδιόλεκτο που χρησιμοποιούσαν οι λιγνιτωρύχοι μεταξύ τους, το επάνω στρώμα ονομαζόταν γκρέμισμα, ενώ το κάτω στρώμα πάγκος.

Όταν η εξόρυξη σε ένα έργο ολοκληρωνόταν, οι κάσες και οι ράγες ξυλώνονταν και οι μιναδόροι αφαιρούσαν τον λιγνίτη από τα τμήματα που διατηρούνταν ανάμεσα στις γαλαρίες, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται καταρρεύσεις, και στην επιφάνεια του εδάφους βυθίσματα, βουλιμέντα.

Μεταφορά στην επιφάνεια

Μετά από έναν πρώτο, πρόχειρο διαχωρισμό του λιγνίτη στο σημείο εξόρυξης, το χρήσιμο υλικό φορτωνόταν σε βαγόνια, που οι μπαζαδόροι τα έσπρωχναν μέχρι τα σημεία εξόδου. Για την κίνηση των βαγονιών, οι σιδηροδρομίτες έστρωναν μέσα στις στοές ράγες, δημιουργώντας ένα είδος σιδηροδρομικής γραμμής. Την άνοδο των βαγονιών μέχρι την επιφάνεια του εδάφους υποβοηθούσαν μοτέρ που λειτουργούσαν με την παραγωγή ατμού από ατμοκάζανα στις εισόδους των φιρέδων. Αργότερα, τα ατμοκάζανα αντικαταστάθηκαν από ηλεκτρικές γεννήτριες, που λειτουργούσαν με πετρέλαιο.

Διαλογή – η εργασία των γυναικών

Όταν τα βαγόνια με τον λιγνίτη έφταναν στην επιφάνεια της γης, οδηγούνταν μέχρι τους πάγκους της διαλογής, όπου οι μπαταριστές τα άδειαζαν.

Στη διαλογή εργάζονταν οι εργάτριες – κορίτσια και γυναίκες όλων των ηλικιών. Καθισμένες ανά δύο σε κάθε πάγκο, καθάριζαν το κάρβουνο από τα χώματα, τις λάσπες και τον τιφεκιέ, μια ανοιχτόχρωμη πρόσμιξη, με τη βοήθεια ενός μικρού σφυριού. Κατά μέσο όρο, επεξεργάζονταν 8 βαγόνια την ημέρα. Για το ξεδιάλεγμα του λιγνίτη χρησιμοποιούσαν και πιρούνες.

Με το καθαρισμένο προϊόν γέμιζαν ζεμπίλια, που στη συνέχεια τα άδειαζαν στα φορτηγά, χρησιμοποιώντας μαδέρια για να φτάσουν μέχρι την καρότσα τους, ενώ αργότερα τα άδειαζαν στους ρίχτες, μπετονένιες κατασκευές σε σχήμα χωνιού, κάτω από τα οποία οδηγούνταν τα φορτηγά για να γεμίσουν. Το σκάρτο υλικό μεταφερόταν λίγο μακρύτερα, σχηματίζοντας ογκώδεις σωρούς, που συχνά άρπαζαν φωτιά και σιγοκαίγονταν, αναδίδοντας μια χαρακτηριστική μυρωδιά.

Τα φορτηγά με τον λιγνίτη οδηγούνταν στο ζυγιστήριο και, αφού το φορτίο τους ζυγιζόταν, ξεκινούσαν για να το παραδώσουν στους αγοραστές.

Χρήσεις και αγοραστές του ραφηνιώτικου λιγνίτη

Ο λιγνίτης χρησιμοποιήθηκε για χρόνια στη βιοτεχνία και τη βιομηχανία, π.χ. στα καμίνια, στη μεταλλουργία, στη χημική βιομηχανία, αλλά και στα αρτοποιεία, καθώς και σε μέσα μεταφοράς. Για οικιακή χρήση δημοφιλέστερο ήταν το ξυλοκάρβουνο, που δεν ανέδιδε δυσάρεστη μυρωδιά.

Το ανθρακοφόρο κοίτασμα της Ραφήνας είναι λιγνίτης, κατά ένα μέρος ξυλίτης, όπως ανέφερε το 1951 ο Γ. Μαρίνος στη γεωλογική του έκθεση (στην οποία το 1955 προστέθηκε ένας πίνακας χημικής ανάλυσης). Τα λιγνιτωρυχεία της Διασταύρωσης προμήθευαν ποτοποιίες, χρωματουργίες και βιομηχανίες μετάλλου στον Πειραιά και την Ελευσίνα, αρτοποιεία της Αθήνας, καθώς και εταιρείες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Ραφηνιώτικο κάρβουνο χρησιμοποιούσαν και καμίνια που λειτουργούσαν στην ευρύτερη περιοχή της Ραφήνας, όπως βέβαια και οι ίδιοι οι εργάτες των λιγνιτωρυχείων, για την κάλυψη των οικιακών τους αναγκών.

Μεταπολεμικά, σε πολλούς από τους παραπάνω τομείς το πετρέλαιο υποκατέστησε τον λιγνίτη, ο οποίος αξιοποιήθηκε πλέον περισσότερο στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής. Οι μονάδες της ΔΕΗ που λειτούργησαν τη δεκαετία του 1950 στο Αλιβέρι απορροφούσαν τον λιγνίτη της Διασταύρωσης μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960.

Αρχείο Φωτογραφιών Εποχής