Ο ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΗΣ

Με την εγκατάσταση των λιγνιτωρύχων, η περιοχή της Διασταύρωσης απέκτησε ζωή. Σε επαφή με τις άλλες πληθυσμιακές ομάδες που συνάντησαν στην περιοχή (Σαρακατσάνους ποιμένες, Τριγλιανούς πρόσφυγες κ.ά.) και φέρνοντας μαζί τους διαφορετικά πολιτισμικά στοιχεία από τις ιδιαίτερες πατρίδες τους, οι λιγνιτωρύχοι διαμόρφωσαν σταδιακά έναν ιδιαίτερο μικρόκοσμο. Έχοντας μοιραστεί τη σκληρή δουλειά στα εργοτάξια, τις αντίξοες συνθήκες διαβίωσης, τα δραματικά γεγονότα και τις αντιστασιακές δράσεις στην Κατοχή, τις συλλογικές διεκδικήσεις, αλλά και τις οικογενειακές γιορτές και τα πάνδημα πανηγύρια τους, συγκρότησαν στη Διασταύρωση μια τοπική κοινότητα με δικά της χαρακτηριστικά και ιστορία.

Η ζωή στον οικισμό της Διασταύρωσης

Στις θεματικές ενότητες που ακολουθούν παρουσιάζεται η ζωή των οικογενειών των λιγνιτωρύχων πέρα από τα εργοτάξια – τα σπιτικά τους, οι υποδομές και τα μέσα που διέθεταν για τη διαβίωσή τους, αλλά και οι ευκαιρίες που είχαν για αναψυχή.

Καταλύματα

Τα νοικοκυριά των λιγνιτωρύχων στήθηκαν με ελάχιστα μέσα και περίσσιο μόχθο. Στα χρόνια ανάπτυξης των έργων, η εταιρεία Μ. Λεκανίδης και Σία, που πρωτοστατούσε, προχώρησε στην  οικοδόμηση μερικών καταλυμάτων για τη στέγαση εργατών κοντά στα εργοτάξια. Ήταν λιτά κατασκευασμένα κτίσματα με δωμάτια στη σειρά, ένα ή δύο για κάθε οικογένεια – μερικά δωμάτια διέθεταν μια μικρή κουζίνα, ενώ υπήρχαν και αποχωρητήρια κοινόχρηστα. Ωστόσο, δεν ήταν λίγοι οι εργάτες που αναγκάζονταν να εξασφαλίσουν μόνοι τους ένα κατάλυμα, τουλάχιστον στην αρχή, κατασκευάζοντάς το αυτοσχέδια, με ξύλα και πρόχειρα υλικά, ενίοτε αξιοποιώντας κάποιο λαγούμι. Μεταπολεμικά οι συνθήκες διαβίωσης αναβαθμίστηκαν, ακολουθώντας τη γενικότερη βελτίωση της οικονομίας.

Η κατοικία αποτελούσε μονάδα συσπείρωσης της οικογένειας αλλά και ενδυνάμωσης των δεσμών της τοπικής κοινότητας. Χάρη στον καθημερινό μόχθο των γυναικών, προσέφερε μια εστία ανάπαυσης, φαγητού και συναναστροφής των μελών της οικογένειας, μεγάλων και μικρών. Παράλληλα, όσο μικρή και αν ήταν, γινόταν επίκεντρο μεγαλύτερων συναθροίσεων, ενώ έπαιζε κεντρικό ρόλο σε έθιμα και τελετές που σφυρηλατούσαν τους δεσμούς μεταξύ των ανθρώπων της περιοχής. Σε γάμους, βαπτίσεις και γιορτές, συγγενείς και φίλοι προσέρχονταν και διασκέδαζαν όλοι μαζί, με χορούς και τραγούδια της εποχής αλλά και παραδοσιακά, ανάμεσά τους και κάποια που ξυπνούσαν μνήμες και μετέφεραν στοιχεία πολιτισμού από τα μέρη καταγωγής τους. Ο περιορισμένος χώρος και τα λιτά μέσα δεν φαίνεται να μείωναν σε τίποτα τη διασκέδασή τους – στο κατάμεστο με κόσμο σπιτικό, ή στην αυλή, πολλοί μοιράζονταν το ίδιο πιρούνι, το ίδιο ποτήρι και, μαζί, τη χαρά τους.

Παραδοσιακό νοικοκυριό και προμήθεια των αναγκαίων

Οι κάτοικοι της Διασταύρωσης, όντας εσωτερικοί μετανάστες, έφεραν μαζί τους πολιτισμικά χαρακτηριστικά των ιδιαίτερων πατρίδων τους. Πολλοί ανάμεσά τους ήταν Ευβοιώτες, από χωριά της Κύμης, και από την κουζίνα τους δεν έλειπαν οι γνώριμές τους συνταγές: το στιφάδο, η σάλτσα ντομάτας, η κουμιώτικη μουσταλευριά. Αρκετοί συνέχισαν κι εδώ την παραδοσιακή πρακτική της παραγωγής μεταξιού, εκτρέφοντας μεταξοσκώληκες.

Ένας φούρνος και ένα μπακάλικο κάλυπταν τις βασικές ανάγκες της καθημερινής ζωής, ενώ ένα τσαγκαράδικο συμπλήρωνε τη στοιχειώδη τοπική αγορά. Μερικά καφενεία και ταβερνάκια προσέφεραν ανάπαυλα και αναψυχή.

Σε κοντινά ρέματα, όταν ο καιρός το επέτρεπε, γινόταν το πλύσιμο των ρούχων από τις γυναίκες. Τοποθετούσαν επάνω σε ξύλα καζάνια, που γέμιζαν με καθαρό νερό, και άναβαν φωτιά για να το ζεστάνουν. Όπως συνηθιζόταν, για καθαριστικό χρησιμοποιούσαν αλισίβα, που την έφτιαχναν διαλύοντας καθαρή στάχτη από ξύλα σε βραστό νερό, προσθέτοντας και φύλλα δάφνης ή λεμονιάς για να δώσουν ωραία μυρωδιά. Έστρωναν τα ρούχα σε μεγάλα καλάθια, τα μπουγαδοκόφινα, και στη συνέχεια τα περίχυναν με την αλισίβα και κατόπιν με ζεστό νερό, για να καθαρίσουν. Τις κουρελούδες και τα στρωσίδια τα χτυπούσαν με τον κόπανο επάνω σε πέτρες, και ύστερα τα άπλωναν πάνω στα σχίνα για να στραγγίξουν.

Γλυφό ήταν το νερό που προμηθεύονταν τα νοικοκυριά για τις καθημερινές τους ανάγκες από μερικά πηγάδια που υπήρχαν στην περιοχή, ενώ το καλύτερο πόσιμο νερό το προμηθεύονταν από του Κίτσου τη Βρύση – τις στάμνες με το νερό τις μετέφεραν, πάνω σε πατίνια και αυτοσχέδιες καρότσες, τα παιδιά της Διασταύρωσης.

Του Κίτσου η Βρύση – και ένα παλιό επεισόδιο ληστείας

Του Κίτσου η Βρύση βρίσκεται ανάμεσα στα υψώματα δυτικά της Διασταύρωσης. Το όνομα Κίτσος υπήρξε δημοφιλές και διαδεδομένο, και δεν έχουμε αρκετά στοιχεία για το πώς συνδέθηκε με τη συγκεκριμένη βρύση, δεν αποκλείεται ωστόσο να αναφέρεται στον ληστή Κίτσο Νιβίτσα, πρωταγωνιστή ενός επεισοδίου λίγο μακρύτερα.

Τον 19ο αιώνα, και μέχρι και τις αρχές του 20ού, η ληστεία ήταν διαδεδομένη στην ελληνική επικράτεια, ιδίως στην ύπαιθρο. Σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις άνθρωποι του νόμου μεταπηδούσαν στην παρανομία, όπως και το αντίστροφο, ενώ δεν ήταν λίγα τα επεισόδια ληστείας που περνούσαν στη σφαίρα του θρύλου. Στην Αττική δρούσαν κυρίως μικρές συμμορίες και, περί τα μέσα του 19ου αιώνα, στους γνωστότερους ληστές συγκαταλέγονταν ο Νταβέλης, ο Καλαμπαλίκης, ο Ζαφείρης και ο Κίτσος (Νιβίτσας ή Νυφίτσας).

Ο Κίτσος Νιβίτσας υπήρξε δασοφύλακας, όμως κατόπιν επιδόθηκε στη ληστεία στην ευρύτερη περιοχή των Μεσογείων, υπηρετώντας ενδιαμέσως για ένα διάστημα στην εθνοφυλακή. Στο στόχαστρο έβαζε κυρίως εύπορους κατοίκους, που υποχρεώνονταν να εξαγοράζουν την ασφάλεια και την προστασία τους από αυτόν. Κατά καιρούς προχωρούσε σε απαγωγές, ζητώντας λύτρα.

Το καλοκαίρι του 1865 ο Κίτσος επικηρύχθηκε για 3.000 δραχμές, ποσό που σύντομα πενταπλασιάστηκε, ανεβάζοντάς τον στην κορυφή των καταζητούμενων ληστών. Όταν ένας ιερέας του Μαραθώνα, ο Παπασπύρος, πρωτοστάτησε στη διοργάνωση μιας επιχείρησης για τη σύλληψη του Κίτσου, οι επίσημες πηγές αναφέρουν ότι το έκανε μετά από αίτημα των ενοριτών του, για να απαλλαγούν από τον ληστή, ενώ κατά την άποψη των ληστών, που πέρασε στον θρύλο, κίνητρό του ήταν η είσπραξη της αμοιβής.

Ο Παπασπύρος παρότρυνε τον Κίτσο να ληστέψει μια ομάδα εύπορων κυνηγών που θα συνόδευε ο ίδιος στον δρόμο προς τον Μαραθώνα. Έτσι, στις 10 Οκτωβρίου, ο Νιβίτσας και η συμμορία του έστησαν ενέδρα στη συνοδεία μετά το Πικέρμι, στην περιοχή της Διασταύρωσης. Όμως, από τα όργανα της τάξης που εμφανίστηκαν ως κυνηγοί, ένας ή περισσότεροι ήταν γνωστοί των ληστών – έτσι, αποκαλύφθηκε η πλεκτάνη, καθώς και ο ρόλος του ιερέα σε αυτήν. Ο Κίτσος άφησε το διωκτικό απόσπασμα να επιστρέψει στη βάση του απείραχτο, όμως κυνήγησε και αποκεφάλισε τον ιερέα, που προσπάθησε να διαφύγει.

Λίγο πιο πάνω στη Μαραθώνος, ανάμεσα στη Ραφήνα και το Μάτι, η Γέφυρα του Παπά μνημονεύει το θύμα του δραματικού αυτού επεισοδίου. Δεν αποκλείεται από τον θύτη, τον Κίτσο Νιβίτσα, να πήρε το όνομά της και του Κίτσου η Βρύση, από όπου έπαιρναν νερό για να πιουν οι κάτοικοι της Διασταύρωσης.

Τα δραματικά χρόνια της Κατοχής

Μέσα στα σκληρά χρόνια της Κατοχής, στη Ραφήνα και τη Διασταύρωση διαδραματίστηκαν και ορισμένα ιδιαίτερα γεγονότα, που σημάδεψαν ακόμα βαθύτερα τη ζωή και τη μνήμη των ανθρώπων που τα έζησαν.

Μετά την ήττα της φασιστικής Ιταλίας από τα ελληνικά στρατεύματα στο μέτωπο της Αλβανίας, η ναζιστική Γερμανία επιτέθηκε στην Ελλάδα, τον Απρίλιο του 1941, εισβάλλοντας από τα σύνορα με τη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία. Προελαύνοντας νοτιότερα, τα γερμανικά στρατεύματα συναντούσαν εστίες αντίστασης από ελληνικές και βρετανικές δυνάμεις, που ωστόσο δεν επαρκούσαν για να τα αναχαιτίσουν. Πλησιάζοντας στην Αττική, προχώρησαν σε βομβαρδισμούς στρατηγικών στόχων – τότε, αεροπλάνα κάθετης εφόρμησης Stuka (που έγιναν γνωστά ως Στούκας) χτύπησαν και το λιμάνι της Ραφήνας, την πλατεία και τη γύρω περιοχή.

Τα συμμαχικά στρατεύματα διέφυγαν από διάφορα σημεία της Πελοποννήσου και της Αττικής. Το απόγευμα της 26ης Απριλίου, η ακτή της Ραφήνας πλημμύρισε από αξιωματικούς και στρατιώτες Αυστραλούς, Νεοζηλανδούς κ.ά., οι περισσότεροι από τους οποίους αναχώρησαν αθόρυβα, διά θαλάσσης, μέχρι το ξημέρωμα. Την 27η Απριλίου, τα στρατεύματα κατοχής έκαναν την είσοδό τους στην Αθήνα. Το απόγευμα, γερμανικά οχήματα πέρασαν από το Πικέρμι και τη Διασταύρωση με κατεύθυνση προς τον Μαραθώνα. Μέχρι το επόμενο ξημέρωμα, όσοι από τα συμμαχικά στρατεύματα είχαν απομείνει στις ακτές της Ραφήνας αποχώρησαν, το ίδιο αθόρυβα όπως και οι προηγούμενοι, αφήνοντας πίσω τους ένα πλήθος από εφόδια και οχήματα, πολλά αχρηστευμένα, για να μην χρησιμοποιηθούν από τον εχθρό.

Επιτάξεις και οχυρωματικά έργα

Αυστριακοί και κατόπιν Γερμανοί εγκαταστάθηκαν στη Ραφήνα, αρκετοί από αυτούς σε παραθεριστικές αλλά και σε μόνιμες κατοικίες και σε άλλους χώρους που επέταξαν. Για να εξασφαλίσουν τον πλήρη έλεγχο του λιμανιού και της περιοχής του, σχεδίασαν ένα πλέγμα οχυρωματικών έργων, υπόγειων και επιφανειακών, σε διάφορα σημεία.

Στον λόφο της Παναγίτσας, μετέπειτα γνωστό ως Οχυρό, κατασκευάστηκαν ορύγματα, πολυβολεία, ισχυρές βάσεις από μπετόν όπου τοποθετήθηκαν μεγάλα κανόνια, επίσης οικοδομήματα για τη στέγαση στρατιωτικών μονάδων, καθώς και βοηθητικοί χώροι, και το σύνολο περιβλήθηκε με συρματοπλέγματα και ναρκοπέδια. Για την εποπτεία της κίνησης από –και προς– το λιμάνι ανεγέρθηκε ένας ισχυρός, φαρδύς τοίχος και, μπροστά του, τάφρος. Την οχύρωση συμπλήρωναν πολυβολεία-παρατηρητήρια στο ύψωμα βόρεια του λιμανιού (σήμερα Άγιος Νικόλαος και Αγία Μαρίνα), στην παραλία Μαρίκες κ.α., καθώς και ναρκοπέδια στις ακτές αλλά και στην ενδοχώρα.

Η κατασκευή των έργων έγινε κυρίως από ντόπιους που υποχρεώθηκαν σε καταναγκαστική εργασία, ενώ το μαύρο ψωμί και τα αποξηραμένα δαμάσκηνα που λάμβαναν για τον κόπο τους έφερναν μέχρι εδώ πεινασμένους ανθρώπους από άλλες περιοχές, πρόθυμους να δουλέψουν για τη λιγοστή αυτή τροφή.


Η εκμετάλλευση των λιγνιτωρυχείων

Υπό τον έλεγχο των Ιταλών τέθηκαν, στο μεγαλύτερο διάστημα της Κατοχής, η Διασταύρωση και τα λιγνιτωρυχεία, που η λειτουργία τους συνεχίστηκε αδιάκοπα – μάλιστα, στην εκμετάλλευσή τους αναμίχθηκε και εταιρεία ιταλικών συμφερόντων. Σε μια εποχή που πολλοί παραγωγικοί κλάδοι κατέρρευσαν, η αναζήτηση εργασίας έφερε μέχρι εδώ ανθρώπους από την Εύβοια, αλλά και από μέρη μακρινά, όπως η Ήπειρος ή η Κως, ακόμα και μη χειρώνακτες από την Αθήνα και τον Πειραιά.

Οι λιγνιτωρύχοι λάμβαναν από την καντίνα της εταιρείας συσσίτιο που, παρότι αμφίβολης ποιότητας και συχνά ελλειμματικό, στήριζε την επιβίωσή τους σε μια εποχή σημαδεμένη από την πείνα.


Η πείνα και οι στερήσεις, η διάθεση και η ανταλλαγή τροφίμων και αγαθών

Η ανέχεια, η πείνα και οι ελλείψεις βασικών αγαθών, σε συνδυασμό τους καταναγκασμούς και τις διάφορες μορφές εκφοβισμού, αποτέλεσαν τις βάσεις της γενικευμένης κακουχίας που έπληξε τον πληθυσμό την εποχή αυτή.

Ο λιμός προέκυψε λόγω της επίταξης προϊόντων διατροφής από τις κατοχικές δυνάμεις, σε συνδυασμό με την ανεπάρκεια της διοίκησης και τα οργανωτικά κενά, καθώς και τα κωλύματα στις οδικές και τις θαλάσσιες μεταφορές. Στην Αθήνα και στα άλλα αστικά κέντρα, κυρίως, οι θάνατοι από ασιτία συνέθεταν μια καθημερινή τραγωδία.

Ποσότητες από τρόφιμα, πρώτες ύλες και άλλα αγαθά ανταλλάσσονταν ή διακινούνταν στη μαύρη αγορά. Η εμπορία ψαριών αποτέλεσε πολύτιμη διέξοδο για αρκετούς Ραφηνιώτες αλλά και για κατοίκους άλλων περιοχών που προμηθεύονταν αλιεύματα από εδώ, παρόλο που η αλιεία περιορίστηκε, λόγω της έλλειψης καυσίμων και εξαρτημάτων για τα αλιευτικά. Παράλληλα, κάτοικοι της Ραφήνας και της Διασταύρωσης μάζευαν χόρτα και τα πουλούσαν στην Αθήνα, όπου είχαν γίνει περιζήτητα. Πολύτιμη ήταν και η ξυλεία, ειδικά τον χειμώνα – μάλιστα, και κάτοικοι άλλων περιοχών έφταναν μέχρι εδώ για να μαζέψουν ξύλα, και να τα πουλήσουν, όμως μερικοί, εξαντλημένοι από την πείνα και το κρύο, βρίσκονταν το πρωί νεκροί σε κάποιον από τους ρίχτες των λιγνιτωρυχείων. Σε πλεονεκτική θέση ήταν όσες οικογένειες διέθεταν μερικές κότες ή μια κατσικούλα, καθώς μπορούσαν να καταναλώνουν ή να διαθέτουν αβγά, γάλα, λίγο γιαούρτι ή κάποια κρέμα που έφτιαχναν, ενώ ιδιαίτερα ευνοημένοι ήταν οι Σαρακατσάνοι κτηνοτρόφοι, που μπορούσαν να εμπορευθούν προϊόντα από τα ζώα τους, και σε αρκετές περιπτώσεις διέθεταν ορισμένα χωρίς αντίτιμο, υποστηρίζοντας συντοπίτες τους που κινδύνευαν να μην επιβιώσουν.

Η πείνα και οι άλλες ελλείψεις σταδιακά απειλούσαν όλο και περισσότερους κατοίκους της Ραφήνας. Μερικοί, κυρίως παιδιά, ξεπερνούσαν τον φόβο και πλησίαζαν στις κουζίνες και τα μαγειρεία των κατακτητών, ζητώντας να τους δώσουν λίγο από το φαγητό που περίσσευε. Κάποιοι Ραφηνιώτες ταξίδεψαν σε χωριά της Εύβοιας, με τιμαλφή, προικιά και ό,τι άλλο είχαν να ανταλλάξουν για λίγα τρόφιμα, που τα έφερναν πίσω λαθραία, διακινδυνεύοντας να συλληφθούν.

Υπήρξαν και ορισμένοι που δεν άντεξαν την πείνα και την εξαθλίωση, και έθεσαν οι ίδιοι τέλος στη ζωή τους.


Αντιστασιακές δράσεις

Κλιμάκια διαφυγής βοηθούσαν Έλληνες και ξένους να φύγουν λαθραία από το λιμάνι και τις ακτές της Ραφήνας, με προορισμό τα συμμαχικά κέντρα της Μέσης Ανατολής. Σε αρκετές από τις επιχειρήσεις αυτές συνέβαλλαν μυημένοι κάτοικοι της περιοχής, ενώ πρωταγωνιστούσαν ναυτικοί του Ευβοϊκού, με καΐκια όπως η «Αγία Κυριακή», που έγινε αργότερα τραγούδι.

Η τοπική αντιστασιακή δράση αναπτύχθηκε μέσα από δύο ξεχωριστές οργανώσεις του ΕΑΜ, μία στη Ραφήνα και μία στη Διασταύρωση, αργότερα και από έναν πυρήνα της ΕΠΟΝ. Οι συγκεντρώσεις τους πραγματοποιούνταν με άκρα μυστικότητα σε σπίτια, αποθήκες ή καταστήματα. Ανάμεσα σε άλλα, ανέλαβαν να συγκεντρώσουν πληροφορίες για πρόσωπα και πράγματα στο Οχυρό και, βέβαια, την υποστήριξη των ενόπλων του ΕΛΑΣ, όταν έφτασαν στην περιοχή και εγκαταστάθηκαν σε διάφορα κοντινά σημεία της Πεντέλης. Παράλληλα, μέλη της Επιμελητείας του Αντάρτη συγκέντρωναν χρήματα για την ενίσχυση των ενόπλων, ενώ σύνδεσμοι αναλάμβαναν να μεταφέρουν μηνύματα μεταξύ των ομάδων και των επιτελείων, κινούμενοι με τα πόδια ή με το ποδήλατο από μονοπάτια και δρόμους που εξασφάλιζαν ταχύτητα και ασφάλεια.

Σημαντική υπήρξε και η συμβολή του Σανατορίου Νταού, που το μαγειρείο του προμήθευε με φαγητό τους αντάρτες, αρκετοί από τους οποίους παρουσιάζονταν μεταμφιεσμένοι σε ασθενείς ή μέλη του προσωπικού, ενώ άλλοι κυκλοφορούσαν στην περιοχή ως ξυλοκόποι ή εργάτες.


Γερμανικά αντίποινα, μπλόκα και εκτελέσεις

Τον Σεπτέμβριο του 1943 η φασιστική Ιταλία κατέρρευσε και συνθηκολόγησε. Έτσι, σε μια εποχή που η ναζιστική Γερμανία αντιμετώπιζε αυξανόμενες δυσκολίες στα μέτωπα αναμέτρησής της με τους Συμμάχους, και στην ελληνική επικράτεια η δράση των αντιστασιακών δυνάμεων κέρδιζε έδαφος, τα γερμανικά στρατεύματα επιφορτίστηκαν εξ ολοκλήρου με τον κατοχικό έλεγχο της νότιας Ελλάδας, εφαρμόζοντας μέτρα καταστολής, διώξεις και αντίποινα με αυξανόμενη συχνότητα, έκταση και αγριότητα.

Στη Διασταύρωση, τον Απρίλιο του 1944, μετά την αναγραφή και εκφώνηση αντικατοχικών συνθημάτων από μέλη του τοπικού ΕΑΜ, κατοχικές δυνάμεις επέδραμαν και εξαπέλυσαν καταιγισμό πυρών, με θύμα τον μικρό Γιάννη Λιβάνιο.

Η δραματικότερη περίοδος της Κατοχής ήρθε για τη Ραφήνα και τη Διασταύρωση τον Ιούλιο του 1944. Στις 12 Ιουλίου στήθηκε στο Πικέρμι ενέδρα ανταρτών με στόχο μια αυτοκινητοπομπή μεταφοράς αιχμαλώτων από την περιοχή του Μαραθώνα – αντί αυτής, χτυπήθηκε κατά λάθος συνοδεία στρατιωτικών οχημάτων προερχόμενων από τη Ραφήνα, αφήνοντας δύο αξιωματικούς νεκρούς και δύο στρατιώτες τραυματίες. Προβλέποντας ότι θα ξεσπούσαν διώξεις, αντάρτες και μέλη των τοπικών αντικατοχικών οργανώσεων απομακρύνθηκαν από την περιοχή. Ακολούθησαν δύο ημέρες φαινομενικής ηρεμίας.

Στις 15 Ιουλίου, οι κατοχικές δυνάμεις επέδραμαν στη Διασταύρωση, συνέλαβαν τον ΕΠΟΝίτη Δημήτρη Βιτωρούλη και άρχισαν να τον βασανίζουν για να προδώσει συντρόφους του.

Στις 17 Ιουλίου, πραγματοποίησαν μπλόκο στη Ραφήνα, κακοποίησαν τον πρόεδρο Αναστάση Λύρατζη και αιχμαλώτισαν 21 άτομα, μεταξύ τους μια γυναίκα έγκυο. Τους οδήγησαν στο κτήμα Λεβίδη, στην Παλλήνη, προς εκτέλεση, κάτι που ματαίωσε η παρέμβαση ενός αξιωματικού των δυνάμεων κατοχής της Ραφήνας. Τους υπέβαλαν σε ταπεινωτικά βασανιστήρια, εκτέλεσαν τον Γεώργιο Αλεξανδρίδη που διαμαρτυρήθηκε, και οδήγησαν τους υπόλοιπους σε διάφορες φυλακές – για τη σωτηρία τους, ένα πολυβολείο μετασκευάστηκε μεταπολεμικά σε εκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας, που την ημέρα εκείνη εόρταζε. Νωρίτερα, μετά από επιδρομή στην Πεντέλη, αιχμαλωτίστηκαν ξυλοκόποι και κτηνοτρόφοι, βασανίστηκαν στο κτήμα Λεβίδη και μερικοί, όπως ο Γιάννης Κακαβούλας, εκτελέστηκαν. Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις συνεχίστηκαν και τις επόμενες ημέρες. Ένα στέλεχος των κατοχικών δυνάμεων, ονόματι Όττο, προειδοποιούσε μερικές φορές τους κατοίκους της Διασταύρωσης, μαρσάροντας το αυτοκίνητο που οδηγούσε.

Στις 21 Ιουλίου, στο πλαίσιο επιδρομής με τη συμμετοχή καταδότη, οι νεαροί λιγιντωρύχοι Βαγγέλης Βαφειάδης, Σταμάτης Γερογιάννης και Νίκος Μπαρδαμάς εκτελέστηκαν σε σημείο του δρόμου προς το Σανατόριο – το δράμα κορυφώθηκε όταν οι κατοχικές δυνάμεις απαγόρευσαν την ταφή τους. Σε εισβολή στο Σανατόριο Νταού Πεντέλης φονεύθηκε ο φύλακας Θανάσης Λάρδας, ενώ από τους αιχμαλωτισθέντες ο Π. Παπάζογλου, εργαζόμενος στο Σανατόριο, εκτελέσθηκε στο κτήμα Λεβίδη. Την 21η Ιουλίου σφράγισε η μεταφορά 50 κρατουμένων από το στρατόπεδο Χαϊδαρίου στο Πικέρμι, όπου κρεμάστηκαν σε πεύκα, με θηλιές από καλώδιο. Σε αυτούς προστέθηκαν τρεις νεαροί αντιστασιακοί που βρέθηκαν τυχαία στο σημείο, έχοντας αποφύγει τη σύλληψή τους στο Σανατόριο, ενώ την επομένη μεταφέρθηκε και εκτελέστηκε εδώ και ο Δ. Βιτωρούλης – το σημείο της μαζικής ταφής των νεκρών στο Πικέρμι μαρτυρά, από τα μεταπολεμικά χρόνια ένας σταυρός.

Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις συνεχίστηκαν και τις επόμενες μέρες. Όλο αυτό το διάστημα, πυκνόφυτα σημεία της Πεντέλης υπέστησαν εμπρησμό, για να μην προσφέρουν καταφύγιο σε μέλη των αντικατοχικών οργανώσεων.

Κατά την αποχώρησή τους, περίπου δύο μήνες αργότερα, οι γερμανικές κατοχικές δυνάμεις πυρπόλησαν το Κορωπί, οδηγώντας μερικούς κατοίκους της Διασταύρωσης να αναζητήσουν καταφύγιο στις στοές των λιγνιτωρυχείων. Στη Ραφήνα προκάλεσαν έκρηξη για να αποκλείσουν το λιμάνι και προετοίμασαν την ανατίναξη του Οχυρού, η οποία πέτυχε εν μέρει. Εκκένωσαν την περιοχή στις 12 Οκτωβρίου 1944, την ίδια μέρα που αποχώρησαν και από την Αθήνα.

Η Διασταύρωση της μεταπολεμικής εποχής

Μετά την επώδυνη περίοδο της Κατοχής, τα λιγνιτωρυχεία της Διασταύρωσης εξακολούθησαν να λειτουργούν για δύο δεκαετίες περίπου. Χαρακτηριστικά της περιόδου αυτής υπήρξαν η εφαρμογή νέας τεχνολογίας στη διαδικασία εξόρυξης του λιγνίτη, η αναβάθμιση των συνθηκών διαβίωσης στον οικισμό των λιγνιτωρύχων και η αύξηση του πληθυσμού του. Με τη διακοπή της λειτουργίας των λιγνιτωρυχείων, στο β΄ μισό της δεκαετίας του 1960, μέρος του εργατικού δυναμικού αναζήτησε εργασία αλλού, στην Ελλάδα ή το εξωτερικό, όμως πολλές οικογένειες δεν θέλησαν να εγκαταλείψουν τον οικισμό, με τον οποίο είχαν πλέον συνδεθεί, και τα μέλη τους στράφηκαν σε άλλους τομείς εργασίας, που προσφέρονταν στην περιοχή.

Οι δύο τελευταίες δεκαετίες των λιγνιτωρυχείων

Κατά τη μεταπολεμική εποχή, η ηλεκτροδότηση των έργων και η χρήση ηλεκτρικών τρυπανιών αναβάθμισαν σημαντικά τις εργασίες εξόρυξης του λιγνίτη. Τη θετική αυτή εξέλιξη σκίασε, το 1961, η απώλεια από ηλεκτροπληξία του χειριστή τρυπανιού Δημήτρη Γούναρη – το μοναδικό θανατηφόρο ατύχημα στην ιστορία των λιγνιτωρυχείων της Διασταύρωσης.

Το 1952, το Σωματείο Λιγνιτωρύχων Ραφήνας υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Επαγγελματικών Σωματείων «Ομοσπονδία Μεταλλευτών Ελλάδος – Ο.Μ.Ε.». Την περίοδο αυτή έγιναν απεργιακές κινητοποιήσεις, με αιτήματα ασφαλιστικά και άλλα. Οι λιγνιτωρύχοι εντάχθηκαν στο ΙΚΑ – μάλιστα, η προοπτική ασφάλισης προσέλκυσε και νέους εργάτες στον χώρο.

Σταδιακά, οι παλιές επιχειρήσεις των λιγνιτωρυχείων της Διασταύρωσης έδωσαν τη θέση τους στην εταιρεία Ντελόπουλου, ενώ το εργατικό δυναμικό εμπλουτίστηκε με επήλυδες από την Κρήτη. Η χρήση του λιγνίτη πέρασε από τη βιοτεχνία και τη βιομηχανία στην ηλεκτροπαραγωγή. Έτσι, τελευταίος σημαντικός αγοραστής του ραφηνιώτικου λιγνίτη υπήρξε το εργοστάσιο της ΔΕΗ στο Αλιβέρι, ωστόσο η ποιότητά του δεν ήταν ανταγωνιστική και η λειτουργία των λιγνιτωρυχείων της Διασταύρωσης διακόπηκε στο β΄ μισό της δεκαετίας του 1960 (σύμφωνα με μαρτυρίες, το 1967).


Από τη φρίκη του πολέμου στη χαρά της ζωής

 

Τα ταβερνάκια της Διασταύρωσης

Στη Διασταύρωση, όπως σε πολλά σταυροδρόμια και άλλα επίκαιρα σημεία κεντρικών οδικών αξόνων, υπήρχαν καφενεία και ταβερνάκια, με ονομασίες συχνά δηλωτικές της φυλής ή της καταγωγής των ιδιοκτητών: «Ο Βλάχος», «Η Εύβοια» κλπ. Εδώ κατέφευγαν, για ένα καφεδάκι και λίγο νερό, περαστικοί από τη Μαραθώνος, αλλά και εργάτες των λιγνιτωρυχείων, μετά τη σκληρή δουλειά τους, για ξεκούραση και αναψυχή με καλή συντροφιά και κρασάκι. Δεν έλειπε και η μουσική – το γραμμόφωνο έδινε για καιρό τον τόνο στη διασκέδαση των θαμώνων, ενώ αργότερα, με την εξέλιξη της τεχνολογίας, αντικαταστάθηκε από το τζουκ-μπόξ.

Στις δόξες τους μεταξύ 1950 και 1965, τα ταβερνάκια της Διασταύρωσης πρωταγωνιστούσαν και στο ετήσιο πανηγύρι της Αγίας Βαρβάρας, προσκαλώντας διάσημους τραγουδιστές, τραγουδίστριες και οργανοπαίκτες της παραδοσιακής και της λαϊκής μουσικής.


Το πανηγύρι της Αγίας Βαρβάρας και η γιορτή της Αγίας Παρασκευής

Τα πανηγύρια, εκτός από την πίστη και το θρησκευτικό συναίσθημα, ενισχύουν την επικοινωνία και τη σύνδεση όσων συμμετέχουν, μέσω της μουσικής, του τραγουδιού, του χορού, της ψυχαγωγίας. Το πανηγύρι της Αγίας Βαρβάρας, προστάτιδας των λιγνιτωρύχων, τόνωνε και ισχυροποιούσε τους δεσμούς μεταξύ τους, αλλά και με τους κατοίκους των γειτονικών περιοχών – κάτι ιδιαίτερα σημαντικό στα χρόνια, ειδικά, που ο οικισμός της Διασταύρωσης αποκτούσε χαρακτήρα μόνιμο.

Το εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας, στο πλάι της Μαραθώνος, χτισμένο σε σημείο σχετικά ψηλό ώστε να επιβλέπει τα έργα και τους ανθρώπους, αφιερώθηκε από τους λιγνιτωρύχους στην αγία που προστατεύει από τους κεραυνούς και τη φωτιά, αγαπημένη προστάτιδα των εργοταξίων όπου χρησιμοποιείται πυρίτιδα (ορυχεία, λατομεία, υπόγεια έργα κλπ.), όπως και του Πυροβολικού. Στις 4 του Δεκέμβρη, οι οικογένειες της Διασταύρωσης, γιορτινά ντυμένες, συγκεντρωνόταν στο εκκλησάκι και στον χώρο γύρω του, όπου δέσποζε η σημαία του σωματείου των λιγνιτωρύχων, με την αγία στο κέντρο του σταυρού της. Οι εργοδότες κερνούσαν κονιάκ και καραμέλες.

Η περιοχή ολόκληρη ζωντάνευε, καθώς το πανηγύρι διαρκούσε τρεις μέρες και είχε αποκτήσει φήμη στις γύρω περιοχές. Εκτός από τους λιγνιτωρύχους και τους Σαρακατσάνους της Διασταύρωσης, προσέλκυε προσκυνητές και πανηγυριστές από τον προσφυγικό συνοικισμό της Ραφήνας, αλλά και κατοίκους από τα χωριά της ευρύτερης περιφέρειας.

Το γλέντι ξεκινούσε από νωρίς, τα ταβερνάκια γέμιζαν ασφυκτικά με κόσμο. Οι μαγαζάτορες φρόντιζαν να προσκαλούν ορχήστρες με γνωστούς καλλιτέχνες, που χάριζαν στο κοινό τους αγαπημένα λαϊκά και δημοτικά ακούσματα, όπως ο δεξιοτέχνης του κλαρίνου Χρηστάκης από το Βίταλο της Εύβοιας, ο Βασίλης Σούκας, οι Ταλιούρης, Τσαουσάκης, Μπακάλης, Χαρμαλιάς, Νταράλας, Γεραμάνης, Ζάραλης Μητσάκης, Τσιτσάνης, Κάβουρας, Ρίτα Σακελλαρίου, Σοφία Κολιτήρη κ.ά. Οι παρέες έδιναν τις παραγγελιές τους στους μουσικούς, ο κόσμος χόρευε και τραγουδούσε. Πάνω στην έξαψη, δεν έλειπαν οι παρεξηγήσεις και οι μικροσυμπλοκές, που όμως εκτονώνονταν. Ο θετικός απόηχος κυριαρχούσε και έφερνε πάλι εδώ τους πανηγυριστές τον επόμενο χρόνο.

Τη ζωή της Διασταύρωσης ομόρφαινε ένα ακόμα πανηγύρι, αυτή τη φορά το καλοκαίρι. Επίκεντρο ένα εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, αγαπητό από παλιά στους κατοίκους των κοντινών αρβανίτικων χωριών, που σήμερα στολίζει την είσοδο της Καλλιτεχνούπολης. Στις 26 Ιουλίου, εορτή της αγίας, οι κάτοικοι της Διασταύρωσης ξεκινούσαν νωρίς, οι περισσότεροι  με τα πόδια, παίρνοντας μαζί τους στρωσίδια και φαγώσιμα, και στην αγκαλιά τα μικρότερα παιδιά, που πολλά θα κοινωνούσαν. Μετά τη Λειτουργία συγκεντρώνονταν λίγο πιο πάνω, στο πλάτωμα έξω από την ερειπωμένη ακόμα τότε Μονή Παντοκράτορος Ταώ (Νταού), με την πλούσια σκιά και το δροσερό νερό, για να φάνε, να πιούνε και να διασκεδάσουν με μουσική από τα γραμμόφωνα, που δεν παρέλειπαν να φέρουν κάποιοι για την περίσταση.


Αύξηση του πληθυσμού

Μεταπολεμικά, η συνέχιση της λειτουργίας των λιγνιτωρυχείων της Διασταύρωσης για δύο δεκαετίες, με τις βελτιώσεις που έγιναν χάρη στην ηλεκτροδότηση και την ασφάλιση των λιγνιτωρύχων στο ΙΚΑ, προσέλκυσε και νέο εργατικό δυναμικό. Το 1951 απογράφηκαν 416 άτομα στη Διασταύρωση, για να φθάσουν στα 632 το 1961. Αντίστροφα, ενώ το 1951 απογράφηκαν 148 άτομα στο Σανατόριο Νταού Πεντέλης, το 1961 μειώθηκαν σε 52 – την εποχή αυτή το Σανατόριο είχε παραχωρήσει τη θέση του στο Δημόσιο Παιδιατρικό Νευροψυχιατρικό     Νοσοκομείο.

Αύξηση του πληθυσμού, αν και αναλόγως μικρότερη από της Διασταύρωσης, καταγράφηκε και στην παράκτια Ραφήνα – από 1.269 άτομα το 1951 σε 1.453 το 1961 (1.377 στον συνοικισμό, 48 στον Κάβο, 28 στο Κόκκινο Λιμανάκι).


Μονιμοποίηση του οικισμού της Διασταύρωσης

Μέσα στο κλίμα ανασυγκρότησης της μεταπολεμικής εποχής, παρά τις συνεχιζόμενες αντιξοότητες, η λειτουργία των λιγνιτωρυχείων της Διασταύρωσης επί δύο δεκατίες ακόμη, με βελτιώσεις στους όρους εργασίας και ασφάλισης, η επακόλουθη αύξηση του πληθυσμού στον οικισμό, η αγάπη για τη ζωή που εκφραζόταν στις καθημερινές συντροφιές όπως και στις εορταστικές συναθροίσεις, συνοδεύτηκαν με βελτιώσεις στην κατοικία και την καθημερινή διαβίωση και με τη δημιουργία υποδομών αλλά και τοπικών συλλογικών κινήσεων, που έβαλαν βαθύτερα τα θεμέλια για τη μονιμοποίηση του οικισμού. Ενδεικτικά, το 1957 ιδρύθηκε από κατοίκους το σωματείο της τοπικής ποδοσφαιρικής ομάδας «Θύελλα», ενώ την ίδια εποχή ιδρύθηκε στη Διασταύρωση το 2ο Δημοτικό Σχολείο Ραφήνας, στην αρχή μονοθέσιο, μια δεκαετία αργότερα διθέσιο – μέχρι τότε, οι μικροί μαθητές της περιοχής πηγαινοέρχονταν καθημερινά με τα πόδια στο σχολείο που λειτουργούσε στη Ραφήνα.

Ο ανθρώπινος ιστός που είχε δημιουργηθεί από κατοίκους διαφορετικών προελεύσεων, και κατοχύρωσε σταδιακά την ύπαρξη της τοπικής κοινότητας στην περιοχή, παρέμεινε ισχυρός και όταν τα λιγνιτωρυχεία σταμάτησαν να λειτουργούν, στο β΄ μισό της δεκαετίας του 1960. Πολλές οικογένειες επέλεξαν να παραμείνουν στη Διασταύρωση και να αναζητήσουν εργασία σε κάποιον από τους τομείς εργασίας που προσφέρονταν στην περιοχή: τα ασβεστοκάμινα και τα κεραμοποιεία, η σταθερά αναπτυσσόμενη οικοδομή αλλά και η παροχή υπηρεσιών. Οι στοές των λιγνιτωρυχείων έκλεισαν, ο οικισμός των λιγνιτωρύχων συνέχισε να ζει.

  Περιηγηθείτε εικονικά στους χώρους της έκθεσης (virtual tour)